Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

κάνει ζέστη

  • 1 тепло

    I тепло Ι 1. нареч. θερμά, ζεστά* \тепло одеться φορώ (ила ντύνομαι) ζεστά* \тепло встретить кого-л. υποδέχομαι θερμά κάποιον 2, предик, κάνει ζέστη; сегодня \тепло σήμερα κάνει ζέστη; мне \тепло ζεσταίνομαι II тепло II с η ζέστη, η ζεστασιά; сегодня два градуса \теплоа σήμερα έχουμε δύο βαθμούς πάνω από το μηδέν держать в \теплое κρατώ στη ζεστασιά
    * * *
    I 1. нареч.
    θερμά, ζεστά

    тепло́ оде́ться — φορώ ( или ντύνομαι) ζεστά

    тепло́ встре́тить кого́-л. — υποδέχομαι θερμά κάποιον

    2. предик.

    сего́дня тепло́ — σήμερα κάνει ζέστη

    мне тепло́ — ζεσταίνομαι

    II с
    η ζέστη, η ζεστασιά

    сего́дня два гра́дуса тепла́ — σήμερα έχουμε δύο βαθμούς πάνω από το μηδέν

    держа́ть в тепле́ — κρατώ στη ζεστασιά

    Русско-греческий словарь > тепло

  • 2 жарко

    жарко 1. нареч. ζεστά, θερμά 2. предик, κάνει ζέστη сегодня \жарко σήμερα κάνει ζέ στη мне \жарко ζεσταίνομαι
    * * *
    1. нареч.
    ζεστά, θερμά
    2. предик.

    сего́дня жа́рко — σήμερα κάνει ζέστη

    мне жа́рко — ζεσταίνομαι

    Русско-греческий словарь > жарко

  • 3 тепло

    тепл||о I
    с ἡ ζέστη, ἡ ζεστασιά, ἡ θερμότητα:
    количество \теплоа τό ποσό θερμό-τητος· сегодня десять градусов \теплоа ἡ θερμοκρασία εἶναι σήμερα δέκα βαθμοί πάνω ἀπό τό μηδέν сидеть в \теплое κάθομαι στή ζεστασιά.
    тепло II
    1. нареч ζεστά/ перен θερμά, ἐνθερμα, ἐγκάρδια:
    одеваться \тепло ντύνομαι ζεστά· \тепло встретить кого-л. ὑποδέχομαι κάποιον θερμά·
    2. предик безл κάνει ζέστη/ αἰσθάνομαι θαλπωρή, νοιώθω ζεστασιά:
    в комнате \тепло στό δωμάτιο κάνει ζέστη· сегодня \тепло σήμερα εἶναι ζεστή μέρα· мне \тепло ζεσταίνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > тепло

  • 4 жаркий

    жаркий ζεστός, θερμός καυτερός (знойный) сегодня \жаркийая погода σήμερα κάνει ζέστη ◇ \жаркий спор η έντονη συζήτηση, η λογομαχία
    * * *
    ζεστός, θερμός; καυτερός ( знойный)

    сего́дня жа́ркая пого́да — σήμερα κάνει ζέστη

    ••

    жа́ркий спор — η έντονη συζήτηση, η λογομαχία

    Русско-греческий словарь > жаркий

  • 5 жарко

    жа́рк||о
    1. нареч ζεστά, θερμά·
    2. нареч перен φλογερά, ἐνθερμα·
    3. предик безл κάνει ζέστη, κάψα:
    мне \жаркоο ζεσταίνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > жарко

  • 6 теплеть

    -еет
    ρ.δ.
    ζεσταίνω, -ομαι, θερμαίνομαι, γίνομαι ζεστός• θάλπω•

    море -ло η θάλασσα ζέστανε•

    на улице -еет έξω κάνει ζέστη.

    Большой русско-греческий словарь > теплеть

  • 7 довольно

    довольно 1. нареч. αρκετά· сегодня \довольно холодно (жарко) σήμερα κάνει αρκετά κρύο ( ζέστη) 2. предик, (достаточно) φτάνει, αρκετά, αρκεί· \довольно! φτάνει πια!
    * * *
    1. нареч.

    сего́дня дово́льно хо́лодно (жа́рко) — σήμερα κάνει αρκετά κρύο (ζέστη)

    2. предик.
    ( достаточно) φτάνει, αρκετά, αρκεί

    дово́льно! — φτάνει πια!

    Русско-греческий словарь > довольно

  • 8 нежарко

    επίρ.
    ως κατηγ. δεν είναι (δεν κάνει) πολύ ζέστη•

    в комнате нежарко στο δωμάτιο δεν κάνει πολύ ζέστη.

    Большой русско-греческий словарь > нежарко

  • 9 холодно

    холодно
    1. безл κάνει ψύχρα, κάνει κρύο:
    мне \холодно κρυώνω, αίσθάνομαι κρύο· сего́дня \холодно σήμερα κάνει κρύο·
    2. нареч (равнодушно) ψυχρά, ἀδιάφορα:
    \холодно встретить кого́-л. ὑποδέχομαι κάποιον ψυχρά· ◊ ни тепло́ ни \холодно οὔτε κρύο ὁὔτε ζέστη.

    Русско-новогреческий словарь > холодно

  • 10 парить

    ρ.δ.
    1. μαγειρεύω, βράζω με τον αχνό.
    2. μ. μαλακύνω καθαρίζω με τον ατμό, ζεματίζω, κλιβανίζω.
    3. ελαφροχτυπώ το σώμα με βρεγμένη ζεστή σκουπίτσα.
    4. (για τον ήλιο)• καίω δυνατά•

    - ит (απρόσ.) κάνει ανυπόφορη ζέστη.

    5. αμ. αχνίζω.
    1. βράζω με τον αχνό.
    2. μαλακύνομαι• καθαρίζομαι με τον ατμό ζεματίζομαι, κλιβανίζομαι,
    3. ατμολουτροκαθαρίζομαι.
    4. υποφέρω (λιώνω) απο τον καύσωνα. || μτφ. κοπιάζω πολύ.
    ρ.δ.μ. αφήνω χέρσο, σε αγρανάπαυση.
    ρ.δ.
    1. πετώ, αιωρούμαι, πλανιέμαι στον αέρα διασχίζω τον αέρα.
    2. μτφ. τείνω προς το ανώτερο (για σκέψεις, ιδέες, αισθήματα).

    Большой русско-греческий словарь > парить

  • 11 действительно

    действи́тельн||о
    1. нареч πραγματικά [-ῶς], ἀληθώς:
    он \действительно был болен ήταν πραγματικά ἄρρωστος· вот уж \действительно τώρα μάλιστα·
    2. в знач. вводн. сл. τῶ δντι, πράγματι, ὀντως, ἀλήθεια:
    да, \действительноо, сегодня очень тепло πράγματι σήμερα κάνει μεγάλη ζέστη.

    Русско-новогреческий словарь > действительно

  • 12 знойный

    зной||ный
    прил καυτερός, φλογερός:
    \знойныйный день ήμερα πού κάνει κάψα, μέρα μέ φοβερή ζέστη.

    Русско-новогреческий словарь > знойный

  • 13 потеплеть

    потепле||ть
    сов γίνομαι πιό ζεστός:
    сегодня \потеплетьло σήμερα κάνει πιό ζέστη.

    Русско-новогреческий словарь > потеплеть

  • 14 так

    так
    1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
    сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
    2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
    занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
    3. нареч (настолько) τόσο[ν]:
    я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
    4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
    я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·
    5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
    \так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
    6. частица усилительная:
    вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
    7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
    часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
    8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
    здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
    9. союз:
    \так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
    10. союз:
    \так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
    11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
    я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.

    Русско-новогреческий словарь > так

См. также в других словарях:

  • ζέστη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου. * * * και ζέστα, η (Μ ζέστη) θερμότητα, υψηλή θερμοκρασία νεοελλ. 1. θαλπωρή 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …   Dictionary of Greek

  • αντηλιά — η ακτινοβολία φωτός και θερμότητας από αντανάκλαση των ακτίνων του ήλιου: Εδώ κάνει ζέστη, γιατί έρχεται η αντηλιά από τη θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπάνιο — το ιου (λ. ιταλ.) 1. το λουτρό: Έχω μια βδομάδα να κάνω μπάνιο. 2. ο λουτήρας, η μπανιέρα: Όταν κάνει ζέστη μπαίνω πολλές φορές στο μπάνιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»